- νυχάτος
- -η, -ο [νύχι]1. αυτός που έχει μακριά και γαμψά νύχια2. το ουδ. ως ουσ. το νυχάτοείδος σταφυλιού, αλλ. αετονύχι ή νυχάκι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νυχάτος — η, ο 1. αυτός που έχει νύχια γυριστά, γαμψά: Πετεινός νυχάτος, νυχοποδαράτος, περπατεί καικρίνει τη δικαιοσύνη (αίνιγμα). 2. το ουδ. ως ουσ., νυχάτο είδος, ποικιλία σταφυλιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νυχοποδαράτος — η, ο αυτός που έχει γυριστά νύχια στα πόδια: Πετεινός νυχάτος, νυχοποδαράτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)